- ύλιος
- -ία, -ον, Α [ὕλη]γεμάτος δένδρα και θάμνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὕλιος — ὗλις mud fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
baxmb- — baxmb English meaning: a kind of noise Deutsche Übersetzung: Nachahmung for dumpfe, dröhnende Schalleindrũcke Material: Gr βόμβος m. (out of it Lat. bombus) “ a boom, deep hollow noise “, βόμβῡξ, ῡκος “ fleas “, βομβύκια “… … Proto-Indo-European etymological dictionary